- παρεμπόδιση
- ηη πράξη του παρεμποδίζω, παρεμβολή εμποδίων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρεμπόδιση — η 1. παρεμβολή εμποδίων, παρακώλυση, επίσχεση 2. εμπόδιο, κώλυμα 3. (ψυχολ.) η παρεμβολή εμποδίου για την εκδήλωση τής αιτιολογίας ορισμένων ζωτικών φαινομένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμποδίζω. Η λ., στον λόγιο τ. παρεμπόδισις, μαρτυρείται από το 1833… … Dictionary of Greek
παρεμποδίσῃ — παρεμποδίζω to be a hindrance aor subj mid 2nd sg παρεμποδίζω to be a hindrance aor subj act 3rd sg παρεμποδίζω to be a hindrance fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκλεισμός — Όρος του διεθνούς δικαίου. Διακρίνεται σε ειρηνικό και πολεμικό α. Ο ειρηνικός συνίσταται στην παρεμπόδιση των πλοίων να προσεγγίσουν στα λιμάνια του κράτους στο οποίο επιβάλλεται, με σκοπό τη ματαίωση των εμπορικών του συναλλαγών, ώστε να… … Dictionary of Greek
ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… … Dictionary of Greek
εκπόλωση — Η παρεμπόδιση της πόλωσης (αλλοιώσεις στην επιφάνεια) του θετικού ηλεκτροδίου μιας ηλεκτρικής στήλης, που οφείλεται στη συγκέντρωση υδρογόνου πάνω σε αυτό. Η ε. του θετικού ηλεκτροδίου μπορεί να πραγματοποιηθεί με μηχανικό τρόπο (π.χ. ανατάραξη… … Dictionary of Greek
λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… … Dictionary of Greek
συγκράτηση — η 1. στήριξη, στερέωση: Η συγκράτηση του ετοιμόρροπου τοίχου έγινε με δοκάρια. 2. αναχαίτιση, παρεμπόδιση: Η συγκράτηση του ορμητικού ρεύματος του ποταμού ήταν πια αδύνατη. 3. χαλιναγώγηση: Η συγκράτηση των ορμών απαιτεί δυνατή θέληση. 4. το να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… … Dictionary of Greek
ένσχεσις — ἔνσχεσις, η (Μ) [ενέχω] παρεμπόδιση … Dictionary of Greek
ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… … Dictionary of Greek